ἀπαγίδευτος

ἀπαγίδευτος
ἀ-παγίδευτος, ungefangen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • απαγίδευτος — η, ο (Μ ἀπαγίδευτος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν νά παγιδευτεί, να πέσει σε παγίδα …   Dictionary of Greek

  • απαγίδευτος — η, ο αυτός που δεν παγιδεύτηκε: Με τα τεχνάσματά του αυτά κατάφερε να μην αφήσει κανέναν απαγίδευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”